- πάγιος
- -α, -ο (ΑΜ πάγιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος)1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.)2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές»)νεοελλ.φρ. α) «πάγια έξοδα»(οικον.) έξοδα που παραμένουν αμετάβλητα για μια χρονική περίοδο και δεν επηρεάζονται από τις αυξομειώσεις τής παραγωγής»β) «πάγια περιουσιακά στοιχεία» — τα περιουσιακά στοιχεία οικονομικής επιχείρησης τα οποία δεν προορίζονται για μεταπώληση, αλλά για να συμβάλλουν στην παραγωγή κέρδους χωρίς να μεταβληθεί η μορφή τους και τα οποία έχουν διάρκεια που υπερβαίνει τη μία χρήση, όπως είναι λ.χ. τα οικόπεδα, τα κτίσματα, οι εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα κ.ά.γ) «πάγια προκαταβολή» — το σταθερό χρηματικό ποσό που δίνεται σε υπάλληλο ή διαχειριστή πολυκατοικίας για τη διενέργεια μικροπληρωμών και το οποίο ανανεώνεται τακτικά για να παραμένει στο προκαθορισμένο ύψοςδ) «πάγιο ενεργητικό» — το μέρος τού ενεργητικού τής επιχείρησης το οποίο περιλαμβάνει τα πάγια περιουσιακά στοιχείαε) «πάγιο κεφάλαιο»i) το κεφάλαιο που παρεμβαίνει σε πολλούς κύκλους παραγωγής για μη κυκλικές χρήσεις, όπως είναι η γη, τα κοιτάσματα, τα διαρκή αγαθά παραγωγήςii) (κατά τη μαρξιστική ορολογία)το μέρος τού κεφαλαίου που διατίθεται για την αγορά μέσων παραγωγής, όπως λ.χ. εγκαταστάσεων, μηχανημάτων πρώτων υλών και καυσίμων και τού οποίου το μέγεθος τής αξίας δεν μεταβάλλεται κατά τη διαδικασία τής παραγωγήςστ) «πάγιο χρέος»i) το μέρος τού χρέους που παραμένει σταθερόii) το χρέος που έχει παγιωθεί ή παγιοποιηθείiii) ένα χρέος μόνιμο, διαρκέςαρχ.1. (για πρόσ.) ακίνητος2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει σταθερό και αμετάβλητο φρόνημα3. (το ουδ. ως επίρρ.) πάγιονπαγίως, σταθερά4. φρ. «πάγιος λόγος» — βέβαιος, ακριβής, σωστός λόγος.επίρρ...παγίως και πάγια (Α παγίως)μόνιμα, σταθερά, στερεάαρχ.ανεπιφύλακτα, θετικά, με βεβαιότητα, ασφαλώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- τού πήγνυμι* + κατάλ. -ιος*].
Dictionary of Greek. 2013.